- τοιούτος
- -αύτη, -ο / τοιοῡτος, -αύτη, -ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, -αύτα, -ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α(δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.)νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο τοιούτοςκίναιδος, ομοφυλόφιλος2. φρ. «εν τοιαύτῃ περιπτώσει»(λόγιος τ.) σε αυτήν την περίπτωση, σε τέτοια περίπτωση, τότεαρχ.1. (συχνά με επιτ. σημ.) α) τόσο μεγάλος, τόσο ευγενής, τόσο καλός («τοιοῡτον...ἐστὶ τὸ...τέλειον ἄνδρα εἶναι», Πλάτ.)β) τόσο άθλιος, τόσο ελεεινός2. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) περίπου τέτοιος («ἐγένετο ἡ διακομιδὴ τοιαύτη τις», Πολ.)3. (με άρθρ.) όμοιος («παραπέμπεσθαι τὰ πλοῑα τὰ αὑτῶν, τὰ τοιαῡτα», Δημοσθ.)4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τοιοῡτονα) η τέτοια διαγωγή («οὐδ' αὖ πρῶτοι τοῡ τοιούτου ὑπάρξαντες», Θουκ.)β) τέτοιος λόγος, τέτοια αιτία («πλέον τι διὰ τὸ τοιοῡτον ἐκπλαγέντων», Θουκ.)γ) τέτοια περίπτωσηδ) τέτοια θέση («νομίζων ἐν τῷ τοιούτῳ τό τε ἀτρεμὲς καὶ ἀνεκπληκτότατον εἶναι», Ξεν.)ε) αυτό το σημείο («διὰ τὸ ἐν τοιούτῳ εἶναι τοῡ κινδύνου προσιόντος», Ξεν.)5. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) τοιαῡταα) (μετά από ερώτηση) βεβαίως έτσι, ακριβώς έτσιβ) κατ' αυτόν τον τρόπο6. φρ. α) «τοιοῡτος εἰμι [ή γίγνομαι] εἴς [ή περί] τινα [ή τινι]» — έχω τέτοιες διαθέσεις απέναντι σε κάποιονβ) «εἰς τοιοῡτον» — σε τέτοια κατάσταση (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, κατά τη δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο (πρβλ. τηλικ-οῦτος). Ο τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί < ουδ. πληθ. τοιαῦτα + επιτ. μόριο -ί (πρβλ. οὑτοσ-ί)].
Dictionary of Greek. 2013.